σοφιστικός

σοφιστικός
σοφισ-τικός, ή, όν,
A of or for a sophist,

βίος Pl.Phdr.248e

; τὸ σ. γένος the class of sophists, Id.Sph.224c; ἡ -κή (sc. τέχνη) sophistry, ib.224d, al.
2 sophistical,

μὴ σ. ποιεῖν ἀλλὰ σοφούς X.Cyn.13.7

; ἐροῦμεν σοφὸν ἢ ς.; Pl.Sph.268b; σ. λόγος fallacy, Arist.Pol.1307b36; περὶ σ. ἐλέγχων, title of work by Arist. Adv.

-κῶς Pl.Tht.154e

, Arist.Rh.1419a14.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σοφιστικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφιστικός — ή, ό / σοφιστικός, ή, όν, ΝΑ [σοφιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σοφιστή 2. χαρακτηριστικός τού σοφιστή, δηλαδή απατηλός, ψευδής (α. «σοφιστικά επιχειρήματα» β. «ἐροῡμεν σοφὸν ἢ σοφιστικόν», Πλάτ.) 3. το θηλ. ως ουσ. η σοφιστική η… …   Dictionary of Greek

  • σοφιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο σοφιστή ή τη σοφιστεία, απατηλός: Τους έπεισε σ όλα με τη σοφιστική ικανότητα που διαθέτει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σοφιστικά — σοφιστικός of neut nom/voc/acc pl σοφιστικά̱ , σοφιστικός of fem nom/voc/acc dual σοφιστικά̱ , σοφιστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφιστικώτερον — σοφιστικός of adverbial comp σοφιστικός of masc acc comp sg σοφιστικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφιστικῶν — σοφιστικός of fem gen pl σοφιστικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφιστικόν — σοφιστικός of masc acc sg σοφιστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφιστικώτατον — σοφιστικός of masc acc superl sg σοφιστικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφιστικαῖς — σοφιστικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφιστικαί — σοφιστικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφιστικοῖς — σοφιστικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”